πρόκολπος

πρόκολπος
-ον, Α
(σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κόλπος (πρβλ. ά-κολπος, βαθύ-κολπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκολπότερον — πρόκολπος distended adverbial comp πρόκολπος distended masc acc comp sg πρόκολπος distended neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • προκολποτέραν — προκολποτέρᾱν , πρόκολπος distended fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”